- θαλασσοδαρμένος
- θαλασσόδαρτος, ή , ό1) испытавший невзгоды на море; 2) бывалый, видавший виды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσοδαρμένος — η, ο βλ. θαλασσοδέρνω … Dictionary of Greek
αλίτυπος — ἁλίτυπος, ον (Α) 1. θαλασσοχτυπημένος, θαλασσοδαρμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἁλίτυπος θαλασσινός, ψαράς 3. φρ. «ἁλίτυπα βάρη», θλίψη για τα πτώματα που θαλασσοδέρνονται, που τά πάει εδώ κι εκείτο κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τυπος <… … Dictionary of Greek
αλιδινής — ἁλιδινής, ὲς και ἁλίδονος, ον (Α) αυτός που κλυδωνίζεται από τη θάλασσα ή μέσα σ’ αυτήν, που ρίχνεται εδώ κι εκεί, ο θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δονος (< δονῶ)] … Dictionary of Greek
αλιηγής — ἁλιηγής, ὲς (Α) αυτός που επάνω του σπάνε τα κύματα, θαλασσόπληκτος, θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἄγνυμι «θραύω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
θαλασσοβράχι — το (Μ θαλασσοβράχι) θαλασσοδαρμένος βράχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βράχος] … Dictionary of Greek
θαλασσοδέρνω — 1. αγωνίζομαι στη θάλασσα, πλήττομαι από τα θαλάσσια κύματα («το πλοίο θαλασσοδέρνει», «η βάρκα θαλασσοδέρνεται») 2. αντιμετωπίζω αντίξοες περιστάσεις στη ζωή μου, υφίσταμαι δεινά 3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ. και ως ουσ.) θαλασσοδαρμένος, η, ο… … Dictionary of Greek
θαλασσοδέρνω — και θαλασσοδέρνομαι θαλασσόδειρα, θαλασσοδάρθηκα, θαλασσοδαρμένος 1. χτυπιέμαι από τη θάλασσα, κινδυνεύω να πνιγώ: Οι ναυαγοί θαλασσόδερναν δυο μερόνυχτα. 2. αντιμετωπίζω αντίξοες συνθήκες, χτυπιέμαι από τη μοίρα: Θαλασσοδαρμένη ζωή. 3. δεν μπορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)